Μετάφραση: Γιώργος Καφφέζας
Translation: George Kaffezas
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μαρξισμός και απελευθέρωση των ζώων – εκ πρώτης όψεως δύο αντικείμενα, τα οποία δεν έχουν σχεδόν καμία σχέση μεταξύ τους. Αφού ούτε ο πρώτος φημίζεται για την αγάπη του προς τα ζώα, ούτε και οι φίλοι των ζώων φημίζονται για τη διεκδίκηση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης και της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Τουναντίον: ο κλασικός μαρξισμός δεν λέει και πολλά στους, ως επί το πλείστον, αυτόνομους-αναρχικούς ακτιβιστές για την απελευθέρωση των ζώων· θεωρείται ως μια απλοϊκή και εξουσιαστική ιδεολογία, η οποία κατέρρευσε με το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού. Παρόλο που η κριτική του καπιταλισμού και το λεξιλόγιο του εργατικού κινήματος («σύντροφος», «τάξη») γίνονται ξανά όλο και πιο δημοφιλή στον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, στην πραγματικότητα δεν μπορούν να γίνουν και πολλά με τους παραδοσιακούς μαρξιστές. Έχουν αποκτήσει κακή φήμη ως άνθρωποι που μισούν τα ζώα, που μιλάνε μόνο για την οικονομία, και που δύσκολα ξεχωρίζουν από τους τυπικούς μικροαστούς που δεν μπορούν να αποχωριστούν τα ψητά τους λουκάνικα.
Όμως και οι μαρξιστές με τη σειρά τους δεν έχουν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους ακτιβιστές για την απελευθέρωση των ζώων: τους βλέπουν συχνά ως ιδιόρρυθμους ασκητές και αστούς ηθικολόγους, οι οποίοι ασχολούνται με ασήμαντα, δευτερεύοντα ζητήματα, αντί να αφοσιωθούν στα κεντρικά ζητήματα. Θεωρούν πως πρέπει να συμμετέχουν σε ταξικές δράσεις και συμμαχίες, αλλά σε κάθε περίπτωση χωρίς να φέρνουν μαζί «τη λόξα τους για τα ζώα». Στο άκουσμα μιας κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι και τα ζώα θα είναι απελευθερωμένοι από την εκμετάλλευση και την καταπίεση, κρύος ιδρώτας λούζει πολλούς συντρόφους, καθώς αυτό θα σήμαινε πως θα πρέπει να απαρνηθούν τα λουκάνικα και τα τυριά τους. Και εκτός αυτού, ο Φρίντριχ Ένγκελς έχει ήδη χλευάσει τους «οπαδούς της χορτοφαγίας», οι οποίοι παραγνωρίζουν τη σημασία της κατανάλωσης κρέατος στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού και στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να θεωρηθούν ουτοπικοί σοσιαλιστές.
Παρά τη δεδομένη αυτή αντιπαράθεση, εμείς πιστεύουμε ότι η ανάλυση και η κριτική της κοινωνίας μέσω του ιστορικού υλισμού που θεμελίωσε ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς, η αντίστοιχη πολιτική που εκπορεύεται από αυτές και το αίτημα να απελευθερωθούν τα ζώα από τον κοινωνικά παραγόμενο πόνο τους αναγκαία συμβαδίζουν. Διότι, από τη μία, το αίτημα για απελευθέρωση των ζώων είναι όντως ηθικολογικό, όσο δεν τίθεται το ερώτημα του υπό ποιες ιστορικά συγκεκριμένες συνθήκες άρχισε η εκμετάλλευση των ζώων και τι πρέπει να αλλάξει ανάλογα σε κοινωνικό επίπεδο ώστε να πάψει αυτή να υπάρχει. Και από την άλλη, κάθε μαρξιστική κριτική της κοινωνίας είναι ελλιπής, όσο δεν λαμβάνει υπόψη της ότι στην ιστορία των ταξικών αγώνων η άρχουσα τάξη δεν έχει εκμεταλλευτεί και καταπιέσει προς όφελός της μόνο τις εκμεταλλευόμενες τάξεις, αλλά και τα ζώα (και την φύση).
Όμως, η εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών και η εκμετάλλευση των ζώων έχουν ποιοτικές διαφορές στον τρόπο που εξελίχθηκαν ιστορικά, και η θέση τους ως προς τα μέσα παραγωγής επίσης διαφέρει σήμερα. Παρ’ όλες τις διαφορές, όμως, η εργατική τάξη και τα ζώα έχουν μια κοινή ιστορία, κατά την οποία έχουν αντιμετωπίσει την κυρίαρχη τάξη ανταγωνιστικά από την θέση των παθόντων, των ταπεινωμένων, των υποδουλωμένων και εγκαταλελειμμένων όντων. Η μεν εργατική τάξη ως υποκείμενο, τα δε ζώα ως αντικείμενο της απελευθέρωσης. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η ιδέα της απελευθέρωσης των ζώων παραμένει ασυνεπής, όσο αποκλείει την κριτική της κοινωνίας από τη σκοπιά του ιστορικού υλισμού. Εντούτοις, το ίδιο ασυνεπής παραμένει και ο μαρξισμός, όσο αρνείται να αναγνωρίσει πως η απελευθέρωση των ζώων σήμερα πρέπει να είναι μέρος της μαρξιστικής θεωρίας και πολιτικής. Πρώτον, το τωρινό στάδιο εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων καθιστά αυτή την αναγνώριση όχι μόνο δυνατή, αλλά και αναγκαία. Δεύτερον, οποιοσδήποτε επιθυμεί μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, κυριαρχία και πόνο, ο οποίος παράγεται αντικειμενικά μέσω κοινωνίας και μπορεί να αποφευχθεί, οφείλει να αναγνωρίσει την οδύνη των ζώων και να επιδιώξει την κατάργησή της. Στην ιστορία της αριστεράς και του εργατικού κινήματος έχουν υπάρξει μεμονωμένες συνδυαστικές προσεγγίσεις του μαρξισμού και της απελευθέρωσης των ζώων. Αυτές όμως δεν έχουν γίνει ευρέως αποδεκτές μέχρι στιγμής. Στις ακόλουθες θέσεις τεκμηριώνεται γιατί οι μαρξιστές και οι αγωνιστές για την απελευθέρωση των ζώων δεν πρέπει να εξαναγκαστούν σε υποχρεωτικό πάντρεμα, αλλά να σχηματίσουν έναν ισόβιο δεσμό.
ΓΙΑΤΙ Ο ΑΝΤΙΣΠΙΣΙΣΜΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΟΣ
I.
Η σύγχρονη, καπιταλιστικά οργανωμένη κοινωνία αναγνωρίζει τα ζώα μόνο ως υλικούς φορείς αξίας και ως μέσα παραγωγής του κεφαλαίου, ως μέσα εργασίας και ως αντικείμενα εργασίας, τα οποία – εφόσον δεν δαπανάται ανθρώπινη εργατική δύναμη, προκειμένου να καταστούν αξιοποιήσιμα – παρέχονται δωρεάν από την φύση.
Οι επιχειρηματίες της βιομηχανίας κρέατος, της καρδιάς του συμπλέγματος εκμετάλλευσης των ζώων, κερδίζουν δισεκατομμύρια από τη θανάτωση έμβιων οργανισμών. Με τη σφαγή περισσότερων από 60 εκατομμύρια γουρουνιών ετησίως, 3.5 εκατομμυρίων βοδιών και 700 εκατομμυρίων κοτών, παπιών και χηνών επιτυγχάνεται τζίρος έως και 40 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο μόνο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ακόμα και στην Ελβετία, ο τζίρος ανέρχεται σε 10 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα. Στα τσίρκα και στα ζωολογικά πάρκα κρατούνται αιχμάλωτα «εξωτικά» ζώα, κατά κανόνα υπό φρικτές συνθήκες, προκειμένου να συμμετέχουν σε βασανιστικά, μονότονα νούμερα σε παραστάσεις. Στο κυνήγι πυροβολούνται για να διασκεδάσουν εύποροι (κατά κύριο λόγο) κυνηγοί. Στα επιστημονικά πειράματα κρατούνται ως αντικείμενα έρευνας και εργασίας, και από τη βιομηχανία κατοικιδίων εκτρέφονται με υπερβολικούς ρυθμούς και πωλούνται ως παιχνίδια. Οι συνθήκες αυτές είναι απαίσιες και βίαιες, και όποιος δεν έχει αποξενωθεί εντελώς από το περιβάλλον του, νιώθει τουλάχιστον κάποιο είδος συμπόνιας προς αυτά τα αισθανόμενα έμβια όντα.
Η πρώτη φάση της στράτευσης για το τέλος της εκμετάλλευσης των ζώων αρχίζει συχνά με τον ηθικό κλονισμό για τη μαζική θανάτωση και την ιδεολογική υποτίμηση των ζώων, καθώς και με μια ορμή αλληλεγγύης, ώστε όχι μόνο να βρεθεί μια εξήγηση για την εκμετάλλευση των ζώων, αλλά και ένας δρόμος προς την κατάργησή της. Ο θεωρητικός στοχασμός πάνω στη σχέση ανθρώπων και ζώων και το κίνητρο για πρακτική δουλειά προς την απελευθέρωση των ζώων απορρέει από τη συμπόνια για την οδύνη των ζώων. Πώς όμως εκφράζεται στην πράξη αυτός ο στοχασμός και αυτό το κίνητρο; Ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στη θεωρία και στην πρακτική του τωρινού κινήματος για την απελευθέρωση των ζώων.
ΙΙ.
Εντός του γερμανόφωνου κινήματος για τα δικαιώματα και την απελευθέρωση των ζώων κυριαρχεί σήμερα – κατά προσέγγιση – ένα πολιτικό-θεωρητικό ρεύμα, το οποίο ο μαρξιστής φιλόσοφος Μάρκο Μαουρίτσι έχει ονομάσει «μεταφυσικό αντισπισισμό». Αυτός χωρίζεται σε τρεις κύριες τάσεις:
• αστική ηθική φιλοσοφία κατά την παράδοση των Peter Singer, Richard Ryder, Tom Regan, Hilal Sezgins, κ.α.
• φιλελεύθερη κριτική του δικαίου. Ο Gary Francione ήταν για πολύ καιρό η εξέχουσα μορφή της. Πρόσφατα έχουν προστεθεί συγγραφείς όπως ο Will Kymlicka και η Sue Donaldson.
• κοινωνικά φιλελεύθερη μεταστρουκτουραλιστική κριτική της εξουσίας. Τα σημεία αναφοράς της διαμορφώνονται από τη σκέψη των Carol J. Adams, Donna Haraway, Birgit Mütherich, Jacques Derrida, κ.α.
Η αστική αντισπισιστική ηθική φιλοσοφία επικρατεί σε μια σειρά οργανώσεων και πρωτοβουλιών, όπως για παράδειγμα η PETA, οι οποίες έχουν πολιτικές διεκδικήσεις για δικαιώματα και προστασία των ζώων και συγχρόνως κάνουν έκκληση προς τους καταναλωτές, το κράτος και ιδιωτικούς οργανισμούς μέσα από λίστες υπογραφών, άσκηση παρασκηνιακών πολιτικών πιέσεων, καμπάνιες, παροχή ειδικής συμβουλευτικής, κτλ.
Οι θεωρητικοί της φιλελεύθερης κριτικής του δικαίου συγκροτούν μια θεωρητική και πολιτική γέφυρα ανάμεσα στους ηθικούς φιλοσόφους και τους θεωρητικούς της κριτικής της εξουσίας. Ανάλογα με την ερμηνεία τους και τις θεωρητικές συγγένειες που έχουν βρίσκονται πιο κοντά σε ένα από τα δύο στρατόπεδα. Αυτό εξηγεί εν μέρει την ευρεία ομοφωνία μέσα στο κίνημα για την προστασία, τα δικαιώματα και την απελευθέρωση των ζώων, ότι τα δικαιώματα των ζώων είναι ένας στόχος για τον οποίο αξίζει να παλέψει κανείς.
Η κοινωνικά φιλελεύθερη μεταστρουκτουραλιστική αντισπισιστική κριτική της εξουσίας εμφανίζεται πολιτικά σε σχήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που έχουν αυτόνομες ή αναρχικές επιρροές αντίστοιχα. Αυτός ο αυτόνομος αντισπισισμός αποτελεί τον πυρήνα της καταργητιστικής πτέρυγας του κινήματος για τα δικαιώματα και την απελευθέρωση των ζώων.
ΙΙΙ.
Η αστική αντισπισιστική ηθική φιλοσοφία εξετάζει το ερώτημα του γιατί θεωρείται διαφορετική η οδύνη των ζώων από των ανθρώπων, ή, ακριβέστερα, γιατί από τέτοιες διαφορές καθορίζεται η ηθική βάση σύμφωνα με την οποία πράττει κανείς.
Γι’ αυτό η εν λόγω φιλοσοφία μελετά κοινές δικαιολογίες για τη θανάτωση και την εκμετάλλευση των ζώων – δηλαδή π.χ. ότι τα ζώα στερούνται νοημοσύνης και δεν μπορούν να σκεφτούν, ότι ο πόνος των ζώων είναι διαφορετικός και λιγότερο σημαντικός από τον πόνο των ανθρώπων, κ.ο.κ. – και εκθέτει τις εσωτερικές αντιφάσεις των επιχειρημάτων υπέρ της θανάτωσης και της εκμετάλλευσης των ζώων: όπως δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να ισχυριστούμε αφενός ότι όλα τα ζώα είναι ικανά να σκεφτούν, και αφετέρου ότι όλοι οι άνθρωποι (όλως των ηλικιών, κτλ.) είναι εξίσου ικανοί να σκεφτούν. Επιπλέον, οι μορφές του πόνου είναι τόσο διαφορετικές ακόμα και μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα, ώστε μόλις που μπορούμε να μιλήσουμε για έναν καθολικά ίδιο ανθρώπινο πόνο, σε αντιπαραβολή με έναν καθολικά ίδιο ζωικό πόνο. Εξαιτίας αυτού του είδους των αντιφάσεων οι υποστηρικτές της αντισπισιστικής ηθικής φιλοσοφίας συμπεραίνουν ότι δεν υπάρχει κανένας έγκυρος και βάσιμος λόγος για να γίνονται ηθικά σημαντικές διακρίσεις μεταξύ του ανθρώπινου και του ζωικού πόνου. Κατά συνέπεια, αναρωτιούνται γιατί γίνεται, εντούτοις, αυτή η διάκριση στην πράξη; Η απάντησή τους: επειδή η ανθρώπινη κοινωνία διαποτίζεται από σπισισμό, δηλαδή από την ιδεολογική υπόθεση ότι το ανθρώπινο είδος είναι ανώτερο. Όπως ο ρατσισμός ή ο σεξισμός, έτσι και ο σπισισμός θέτει κανονιστικά όρια τα οποία δεν μπορούν να δικαιολογηθούν πραγματικά και στερούνται αληθινής βάσης. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Σίνγκερ, ο σπισισμός, ο οποίος ορίζεται ως «μια προκατάληψη ή μια θέση μεροληψίας προς όφελος των ενδιαφερόντων των μελών του ίδιου είδους και ενάντια στα συμφέροντα των μελών των άλλων ειδών», είναι ο λόγος που τα ζώα «υφίστανται διακρίσεις».
Το επίτευγμα μιας τέτοιας ηθικής φιλοσοφίας συνίσταται στο ότι η σπισιστική ιδεολογία βρίσκεται κριτικά αντιμέτωπη με τους ίδιους της τους αβάσιμους ισχυρισμούς. Ωστόσο, αυτή η ηθική φιλοσοφία έχει πολλά προβλήματα και η ίδια: διότι στην πραγματικότητα δεν εξηγεί γιατί τα ζώα υφίστανται εκμετάλλευση, γιατί γίνονται αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης· αντιθέτως, εξηγεί πώς, στις δεδομένες συνθήκες, νομιμοποιείται και συγκαλύπτεται η διαφορετική μεταχείριση των ζώων και των ανθρώπων. Αυτή είναι μια σημαντική διάκριση. Αυτή η αστική ηθική φιλοσοφία μπορεί, για παράδειγμα, να μας πει ποιες μορφές σκέψης δικαιολογούν το γιατί δεν θανατώνονται άνθρωποι σε σφαγεία και γιατί δεν αποκλείεται η σφαγή στην περίπτωση των ζώων. Αλλά δεν έχει να συμβάλλει κάτι ουσιαστικό σχετικά με την προέλευση και τη λειτουργία της εκμετάλλευσης των ζώων, πιο συγκεκριμένα των σφαγείων ως βιομηχανοποιημένης επιχείρησης και, κατ’ επέκταση, σχετικά με τον σκοπό για τον οποίο θανατώνονται τα ζώα εκεί. Αντιθέτως, υποβιβάζουν όλα αυτά τα ερωτήματα σε αφηρημένες, ατομικές πράξεις, οπτικές και πρακτικές, οι οποίες εξετάζονται ως εντελώς αποκομμένες από τη λειτουργία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Συγχρόνως, αυτή η αστική ηθική φιλοσοφία είναι και ανιστορική: το αντικείμενό της είναι η σπισιστική ιδεολογία της αστικής κοινωνίας στο εδώ και στο τώρα. Η ιστορία της σχέσης ανθρώπου-ζώου την ενδιαφέρει μόνο με όρους ιστορίας της ιδεολογίας· δεν μπορεί να μας πει τίποτα σχετικά με την κοινωνική προέλευση και τη γένεση της σπισιστικής ιδεολογίας.
IV.
Η φιλελεύθερη θεωρία των δικαιωμάτων των ζώων προσπαθεί προπάντων να εξηγήσει γιατί τα ζώα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, δεν κατέχουν καμία πολιτική ελευθερία, για ποιον λόγο υφίστανται μεταχείριση ως νομικά αντικείμενα και όχι ως νομικά υποκείμενα. Η απάντηση που δίνει είναι ουσιαστικά ταυτολογική: επειδή τα ζώα ορίζονται από τον νόμο μόνο ως ιδιοκτησία. Επειδή τα ζώα ορίζονται κανονιστικά ως ιδιοκτησία των ανθρώπων, τα μη-ανθρώπινα όντα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε κάθε περίπτωση σοβαρής σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των ειδών. Αντίστοιχα, το στάτους των ζώων ως ιδιοκτησία ανοίγει τον δρόμο για τη συστηματοποιημένη εκμετάλλευσή τους. Σύμφωνα με την αντίστοιχη πολιτικό-επιστημονική εκδοχή, το πρόβλημα σχετικά με αυτό είναι η απουσία αρνητικών ή θετικών θεμελιωδών δικαιωμάτων των ζώων, ανάλογων με αυτά των ανθρώπων. Εντέλει, το ισχύον δίκαιο βασίζεται στην ηθική προκατάληψη, η οποία τοποθετεί τους ανθρώπους σε προνομιακή θέση έναντι των ζώων, με τον ίδιο τρόπο που οι λευκοί κάποτε ευνοούνταν έναντι των μαύρων σκλάβων. Η θεωρία του δικαίου αποκλείει εξ ορισμού τη δυνατότητα των ζώων να είναι νομικά υποκείμενα.
Η κριτική του νομικού δεδομένου ότι τα ζώα θεωρούνται εξ ορισμού από τον νόμο ως «αντικείμενα» και/ή «ιδιοκτησία» φυσικών ή νομικών προσώπων, διατηρεί μέχρι σήμερα την εγκυρότητά της. Ωστόσο, οι νόμοι ούτε μπορούν από μόνοι τους να εξηγήσουν, ούτε να δικαιολογήσουν την εκμετάλλευση των ζώων. Τα ζώα δεν αποτελούν απλά ατομική ιδιοκτησία επειδή το λέει ο νόμος ή επειδή τα θεωρούν ως τέτοια οι νομικοί. Η ατομική ιδιοκτησία (των μέσων παραγωγής) είναι νόμος, επειδή ο νόμος είναι η νομική έκφραση των αστικών σχέσεων παραγωγής και διακίνησης των εμπορευμάτων. Κατά τη διάρκεια της ταξικής πάλης, η κυρίαρχη τάξη υποβίβασε τη φύση γενικότερα και τα ζώα ειδικότερα σε μέσα παραγωγής προς δική της αξιοποίηση, θεμελίωσε αυτόν τον υποβιβασμό νομικά και όρισε την καθολική του ισχύ. Γι’ αυτό είναι σήμερα νόμιμο για τους ανθρώπους να μεταχειρίζονται τα ζώα ως ιδιοκτησία τους. Οι νόμοι επιτρέπουν την εκμετάλλευση των ζώων επειδή είναι αστικοί, όχι απλά επειδή είναι σπισιστικοί.
Παρά τις νομικίστικες και αντισπισιστικές μυθοποιήσεις που ενυπάρχουν στις θέσεις τους, οι θεωρητικοί των δικαιωμάτων των ζώων έχουν συμβάλει ανά περιστάσεις στην όξυνση της αναλυτικής οπτικής. Ιδίως η τεκμηρίωση του τρόπου με τον οποίο το νομικό καθεστώς διευκολύνει την οικονομικά αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση των ζώων, και ταυτόχρονα καλλιεργεί την πολιτική συναίνεση των πολιτών προς αυτήν – με τους πράγματι ισχύοντες νόμους προστασίας των ζώων, οι οποίοι δεν αποτρέπουν την εκμετάλλευση και την καταπίεσή τους, αλλά αντίθετα τη διασφαλίζουν – αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο επίτευγμα της αντισπισιστικής κριτικής του δικαίου.
Έτσι, καθίσταται ακόμα πιο σοβαρό το γεγονός ότι η θεωρία των δικαιωμάτων των ζώων υποπίπτει στις αστικές ψευδαισθήσεις περί κράτους και νόμων. Διαχωρίζει τη συνέχεια μεταξύ της καπιταλιστικής οικονομίας και των αστικών μορφών του κράτους και των νόμων, και προπαγανδίζει μάλιστα υπέρ των τελευταίων ως θετικό πλαίσιο αναφοράς για την άσκηση προοδευτικής πολιτικής. Σίγουρα είναι θεμιτή, εφόσον είναι δυνατή, η χρήση κρατικών θεσμών και νόμων ως εργαλεία για τον αγώνα ενάντια στη βιομηχανία εκμετάλλευσης των ζώων. Όμως η απαίτηση να γίνουν τα ζώα πολίτες ή παρόμοια υποκείμενα δικαιωμάτων είναι ιδεολογική. Κυρίως εξαιτίας του δεδομένου ότι, ακόμα και για τους ανθρώπους, το κράτος και οι νόμοι δεν εγγυώνται αλλά υπονομεύουν την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφικότητα.
V.
Η μεταστρουκτουραλιστική-αντισπισισιστική κριτική της εξουσίας αναπτύσσεται στην ουσία όπως και η αστική ηθική φιλοσοφία, όμως ριζοσπαστικοποιεί την ηθική θεώρηση της σχέσης μεταξύ ανθρώπου και ζώου και διερωτάται, πρώτα απ’ όλα, πώς έχει έρθει στον κόσμο «το ζώο» ως κοινωνικό κατασκεύασμα, και πώς αναπαράγεται συνεχώς αυτό το κατασκεύασμα μέσω π.χ. θρησκευτικών, λογοτεχνικών, δημοσιογραφικών εκδόσεων καθώς και μέσω των φυσικών και κοινωνικών επιστημών – από τη Βίβλο έως τον Καρτέσιο και τον Καντ. Υποστηρίζει κατά βάση πως ο σπισισμός είναι απόρροια μιας δυϊστικής κατασκευής της κοινωνίας και της φύσης, «η μεγάλη δυτική διαμάχη» (Κούτσι) περί ανθρώπου και ζώου. Ενώ αποδίδονται «στην κοινωνία» όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ήταν με κάποιο τρόπο ωφέλιμα για την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού – η λογική, η επιστήμη, η βούληση, ο ορθολογισμός κ.ο.κ. – η πλευρά «της φύσης» χαρακτηρίζεται από όλα όσα έχουν εκτοπιστεί και εγκαταλειφθεί από αυτή τη διαδικασία – πνευματικότητα, αυθορμητισμό, τρυφερότητα, μαγεία κ.ο.κ. Αυτή η δυϊστική κατασκευή συνεχίζει και μέσα στη σχέση ανθρώπου και ζώου: ο άνθρωπος δομείται ως το έλλογο, ορθολογιστικό και ικανό για υπολογισμούς υποκείμενο που ξεχωρίζει από το ζώο, το οποίο δομείται ως άλογο ον της φύσης, που ελέγχεται από τις ορμές και το θυμικό του. Αυτός ο δυισμός αποτελεί τη βάση για τη μεταστρουκτουραλιστική-αντισπισισιστική κριτική της εξουσίας, προκειμένου να εξηγήσει την πολιτική κυριαρχία των ανθρώπων επί των ζώων, τον έλεγχο των πρώτων επί των δεύτερων, καθώς και τον αποκλεισμό των δεύτερων από τη δημοκρατία.
Όσον αφορά τη μεθοδολογία της, αυτή η προσέγγιση διαφέρει ελάχιστα από εκείνες των αντιεξουσιαστριών φεμινιστριών ή των αντιρατσιστριών, οι οποίες εξετάζουν με παρόμοιο τρόπο τις σεξιστικές και ρατσιστικές πρακτικές. Ο σεξισμός υπάρχει επειδή «η γυναίκα» δομείται ως ένα συναισθηματικό ον, που καθοδηγείται από το θυμικό του και χρήζει προστασίας, απεναντίας «ο άνδρας» δομείται ως λογικός, ψύχραιμος, με ισχυρή βούληση και ικανός να επιβληθεί· και η ρίζα του ρατσισμού είναι αντίστοιχα η κατασκευή «του άλλου», π.χ. «λαοί» ή θρησκείες που απαξιώνονται ως πρωτόγονοι σε αντίθεση με τα ανώτερα δυτικά έθνη.
Η ριζοσπαστικότητα της αντισπισιστικής κριτικής της εξουσίας έγκειται στο ότι δείχνει αυτόν τον δυϊσμό, ο οποίος ενυπάρχει στη σπισιστική ιδεολογία, ότι τον κατονομάζει ως εργαλείο πολιτικής κυριαρχίας, και ότι δεν βρίσκει κανέναν λόγο να θεωρείται ο αγώνας ενάντια σε μια ιδεολογία ως σημαντικότερος από τους αγώνες ενάντια σε άλλες ιδεολογίες. Γι’ αυτό οι αυτόνομοι αντισπισιστές εναντιώνονται στην εκμετάλλευση των ζώων με την ίδια αποφασιστικότητα που εναντιώνονται στον σεξισμό, στον ρατσισμό, στην ομοφοβία και σε άλλους κοινωνικούς μηχανισμούς αποκλεισμού, οι οποίοι διαψεύδουν κάθε υπόσχεση περί αστικής απελευθέρωσης. Γι’ αυτό, η προσέγγιση της ενιαιότητας-της-καταπίεσης – γνωστής σήμερα ως διαθεματικότητα ή ολική απελευθέρωση – είναι τόσο δημοφιλής στους κύκλους αυτούς.
Καθαρά από αναλυτική άποψη, πολλές παρατηρήσεις του αντιεξουσιαστικού αντισπισισμού είναι σωστές. Όμως, το πρόβλημα είναι το εξής: προσφέρουν μονάχα μια περιγραφή της κυρίαρχης διαμάχης γύρω από τη σχέση ανθρώπου-ζώου και άλλων σχέσεων καταπίεσης, αλλά όχι μια αρχή για να εξηγηθεί ο λόγος που είναι έτσι η σχέση ανθρώπου-ζώου, και ο λόγος που επικρατεί η εν λόγω ρητορική. Η μεταστρουκτουραλιστική-αντισπισισιστική κριτική της εξουσίας μπορεί μεν να αποσαφηνίσει πώς είναι δομημένος ο δυϊσμός ανθρώπου-ζώου στην αστική ιδεολογία, δηλαδή πώς αυτός ο δυϊσμός εμφανίζεται ως μια ιδεολογική μορφή σκέψης στην εν λόγω διαμάχη στην οποία προσφεύγουν· δεν μπορεί, ωστόσο, να προσδιορίσει την προέλευση αυτής της ιδεολογίας ή τη λειτουργία της. Δεν προσφέρει καμία εξήγηση για το τι ακριβώς δημιούργησε αυτόν τον ιδεολογικό δυϊσμό μεταξύ ανθρώπου και ζώου και τι τον διαδίδει. Όποτε αναφέρονται οι αντιεξουσιαστές αντισπισιστές σε αυτό το σημείο, η ανάλυσή τους γίνεται ασαφής. Γι’ αυτόν τον λόγο παραμένει φαινομενολογική, εντέλει καθαρά τυπική και προπάντων ιδεαλιστική, διότι θεωρεί ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας την απλή (λανθασμένη) σκέψη. Επιπροσθέτως, η προσέγγιση της ενιαιότητας-της-καταπίεσης συγχέει το ζήτημα της ποιοτικής αλληλοσυσχέτισης μεταξύ διαφορετικών μορφών καταπίεσης και της γένεσής τους με την πολιτικό-κανονιστική αποτίμησή τους. Σε τελική ανάλυση, είναι ικανή μόνο για ταυτολογικά πρότυπα επεξήγησης: ο σπισισμός πηγάζει από τη σπισιστική ρητορική. Θεωρίες με βάση τον ιστορικό υλισμό αποτελούν, ως επί το πλείστον, ταμπού. Το ζήτημα της εσωτερικής και λειτουργικής αλληλοσυσχέτισης μεταξύ των αστικών σχέσεων παραγωγής και της ρατσιστικής ιδεολογίας συγχέεται με το ζήτημα του εάν ο καπιταλισμός ως μορφή καταπίεσης είναι κανονιστικά χειρότερος ή σημαντικότερος από τον ρατσισμό – ή το αντίστροφο, και, κατά συνέπεια, η προσπάθεια ανάλυσης έχει ήδη αποτύχει.
VI.
Μπορούμε λοιπόν να καταλήξουμε στο ότι, τόσο η αντισπισιστική ηθική φιλοσοφία, όσο και η ριζοσπαστική μορφή της, η αντισπισιστική κριτική της εξουσίας, καθώς και η φιλελεύθερη κριτική του δικαίου δεν έχουν να προσφέρουν καμία χρήσιμη εξήγηση για την εκμετάλλευση των ζώων και την ιδεολογική της συγκάλυψη. Μπορούν να περιγράψουν λεπτομερώς τη σπισιστική ιδεολογία και τους νομικούς κανόνες, να κατονομάσουν τις ομοιότητες και τα κοινά στοιχεία με άλλες παρόμοια κατασκευασμένες ιδεολογίες και νόρμες, και να καταδείξουν επίσης τις εσωτερικές αντιφάσεις αυτών των ιδεολογιών και νόμων. Όμως δεν μπορούν να πουν πώς προέκυψε η ιδεολογική πεποίθηση περί ζώων ή του στάτους τους ως ιδιοκτησία, και γιατί η εκμετάλλευση των ζώων στην αστική καπιταλιστική κοινωνία έχει αποκτήσει ακριβώς αυτή την τεχνολογικά προηγμένη, βιομηχανοποιημένη μορφή που έχει σήμερα. Εν συντομία, δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί, για τα συμφέροντα ποιου και πώς ακριβώς υφίστανται τα ζώα εκμετάλλευση στην καπιταλιστική κοινωνία.
Αυτή η θεωρητική έλλειψη έχει άμεσες συνέπειες στην πολιτική πρακτική: και οι τρεις προσεγγίσεις ασχολούνται αποκλειστικά με τους εσωτερικούς τρόπους λειτουργίας των σπισιστικών πεποιθήσεων. Γι’ αυτό, κάθε μορφή της εκμετάλλευσης των ζώων γίνεται αντιληπτή από αυτές ως αποτέλεσμα μιας τυφλής σπισιστικής συνείδησης, καθώς και η πολιτική πρακτική με στόχευση την απελευθέρωση των ζώων είναι για αυτές κυρίως ζήτημα σωστών πεποιθήσεων, ηθικής στάσης και νόμων. Ο φιλικός κύκλος, ο σφαγέας, ο εργαζόμενος στην παραγωγή κρέατος, το εργαστήριο διεξαγωγής πειραμάτων σε ζώα και τα λόμπυ τους – σύμφωνα με τις προσεγγίσεις αυτές, όλοι οι προαναφερθέντες πρέπει να αποβάλλουν τις σπισιστικές τους πεποιθήσεις, ώστε τα ζώα να μπορούν να είναι ελεύθερα. Η κοινωνική πρακτική σε αυτή την περίπτωση είναι προπάντων ζήτημα κοινωνικής συνείδησης, η οποία είναι το άθροισμα των συνειδήσεων μεμονωμένων ατόμων. Η εκμετάλλευση των ζώων και η απελευθέρωση των ζώων υποβιβάζονται σε ένα φιλοσοφικό, επιστημολογικό, και στην καλύτερη θεωρητικό νομικό πρόβλημα. Οι ηθικοί φιλόσοφοι, οι θεωρητικοί του δικαίου και οι αντιεξουσιαστές αντισπισιστές δεν μπορούν στ’ αλήθεια να εξηγήσουν πώς εκείνοι που ωφελούνται από την εκμετάλλευση των ζώων έχουν ειλικρινά μεγάλο συμφέρον να διατηρηθεί η παρούσα μορφή της εκμετάλλευσης των ζώων, ούτε γιατί έχουν αυτό το συμφέρον.
VII.
Εδώ ακριβώς είναι που μπαίνει στο παιχνίδι ο μαρξισμός. Τα πρώτα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς πραγματεύονται την σχέση Είναι και συνείδησης, φύσης και κοινωνίας, καθώς και ανθρώπου και ζώου. Θέτουν το ερώτημα πώς οι ιστορικά συγκεκριμένες μορφές της γνώσης και της συνείδησης συσχετίζονται με τον τρόπο που είναι οργανωμένη η κοινωνία – δηλαδή, το ζήτημα του στοιχείου της διαμεσολάβησης του Είναι και της συνείδησης. Η απάντησή τους ήταν η εξής, με εξαιρετικά απλά λόγια: μέσω της κοινωνικής εργασίας στις ιστορικά δεδομένες σχέσεις παραγωγής κάθε εποχής, οι άνθρωποι παράγουν μέσω της υλικής τους ύπαρξης την ίδια τους τη συνείδηση, καθώς και τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί και πρέπει αυτή η συνείδηση να αλλάξει. Είναι η κοινωνική εργασία, δηλαδή η ενεργή αλλαγή των προϋπαρχουσών σχέσεων, αυτή που διαμορφώνει τόσο τη φύση όσο και τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας, ενώ παράλληλα διαμορφώνει τη βάση για την κατανόηση της φύσης και των κοινωνικών σχέσεων. Γι’ αυτό ο Μαρξ και ο Ένγκελς μας λένε ότι πρέπει να δούμε τι δημιουργεί αυτόν τον υποτιθέμενο δυϊσμό μεταξύ Είναι και συνείδησης, μεταξύ κοινωνίας και φύσης, πώς μεταδίδεται και πώς αλλάζει, τι συγκροτεί την εσωτερική συσχέτιση μεταξύ ανθρώπου, κοινωνίας και φύσης – και αυτό το κάτι είναι η κοινωνική εργασία στην ιστορικά συγκεκριμένη της μορφή. Συνεπώς, η αντίθεση μεταξύ κοινωνίας από τη μια πλευρά, και ζώων και φύσης από την άλλη, δεν προκύπτει απλά λόγω πεποιθήσεων· ο καπιταλισμός ως μια ιστορικά συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης της κοινωνικής εργασίας παράγει συνέχεια αυτή την αντίθεση εκ νέου. Κατά τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής τα ζώα και η φύση γίνονται στην ουσία απλά πόροι προς εκμετάλλευση.
Αυτή η οπτική για τη σχέση μεταξύ ανθρώπου, κοινωνίας και φύσης ακολουθεί τον ιστορικό υλισμό. Είναι μια υλιστική οπτική, επειδή αποδέχεται το κοινωνικό Είναι ως βάση της συνείδησης: όμως ο υλισμός της είναι ιστορικός, επειδή δεν θεωρεί το Είναι ως κάτι σταθερό και αμετάβλητο, αλλά το αντιλαμβάνεται ως Είναι που παράγεται κοινωνικά από τους ίδιους τους ανθρώπους κάθε φορά. Υπάρχει επίσης και ένας ανιστορικός υλισμός, από τον οποίο ο Μαρξ και ο Ένγκελς διαχωρίζουν τη θέση τους κατηγορηματικά. Η σχέση ανάμεσα στο Είναι και τη συνείδηση δεν είναι απλά ντετερμινιστική με την έννοια ενός απλού σχηματισμού, όπως επισημαίνει ο Ένγκελς: «Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τα αποτελέσματά της – τα συντάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε, κτλ. – οι νομικές μορφές, κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα δογμάτων, ασκούν κι αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατέλειωτο πλήθος των συμπτώσεων».
VIII.
Εάν θέλουμε να εξηγήσουμε την εκμετάλλευση των ζώων, να της ασκήσουμε κριτική και να την καταργήσουμε, αντί να ασχολούμαστε αποκλειστικά με τους τρόπους νομιμοποίησής της, πρέπει να καταφύγουμε στα εργαλεία του ιστορικού υλισμού.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δείχνουν στο έργο τους Η γερμανική ιδεολογία, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα αυτής της προσπάθειας, πώς οι άνθρωποι εργάστηκαν βήμα-βήμα προκειμένου να θέσουν εαυτόν εκτός φύσης, καταπιέζοντας τόσο την εσωτερική όσο και εξωτερική φύση, πώς έμαθαν να τη χρησιμοποιούν και να την καθυποτάσσουν, και πώς, κατά συνέπεια, δημιούργησαν οι ίδιοι τη διαφορά μεταξύ φύσης και κοινωνίας. Ο άνθρωπος παρήγαγε και εξημέρωσε τον εαυτό του μαθαίνοντας να κυριαρχεί μέσω της εργασίας επί της εξωτερικής και της δικής του εσωτερικής φύσης. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς κάνουν σαφές ότι ο άνθρωπος ήταν αρχικά ένα ζώο – και αυτό συνεχίζει να ισχύει. Οι άνθρωποι, όμως, έχουν επιτύχει μέσω της κοινωνικής εργασίας, μέσω της κοινωνικής ανάπτυξης της παραγωγής και της κατανομής, και κατά τη διάρκεια της ιστορικό-κοινωνικής εξέλιξής τους, μια βαθμιαία διαφοροποίηση από τα άλλα ζώα. Με τα λόγια του Μαρξ και του Ένγκελς: «Οι άνθρωποι μπορούν να διακρίνονται από τα ζώα χάρη στη συνείδηση, τη θρησκεία και ό,τι άλλο σας αρέσει. Αρχίζουν οι ίδιοι να διακρίνουν τον εαυτό τους από τα ζώα ευθύς μόλις αρχίσουν να παράγουν τα μέσα της συντήρησής τους, βήμα που έχει σαν όρο του τη σωματική τους οργάνωση. Παράγοντας τα μέσα της ύπαρξής τους οι άνθρωποι παράγουν έμμεσα την πραγματική τους υλική ζωή». Ταυτόχρονα, δεν περνούσε από το μυαλό του Μαρξ και του Ένγκελς το ενδεχόμενο να «αρνηθούμε στα ζώα τη δυνατότητα να δράσουν σχεδιασμένα, προμελετημένα», όπως γράφει ο Ένγκελς στο έργο Η διαλεκτική της φύσης, «αλλά το σύνολο της σχεδιασμένης δράσης όλων των ζώων, δεν μπόρεσε να βάλει της σφραγίδα της θέλησής τους πάνω στη γη». Ο άνθρωπος, ένα ον της φύσης, που πρέπει να ικανοποιήσει τις φυσικές του ανάγκες για τροφή, νερό κ.ο.κ., δεν διαφέρει απόλυτα αλλά βαθμιαία από τα ζώα, και αυτή η βαθμιαία διαφορά είναι το αποτέλεσμα της ίδιας του της πολιτικό-οικονομικής κοινωνικής πρακτικής.
IX.
Ως εκ τούτου, ο ιστορικός υλισμός μας παρέχει μια γόνιμη προσέγγιση για την εξήγηση της ιστορίας και της ανάπτυξης της σχέσης μεταξύ ανθρώπου-ζώου: αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εκπολιτισμού, κατά την οποία οι άνθρωποι μέσω της κοινωνικής εργασίας έθεσαν εαυτόν εκτός φύσης, και κατά συνέπεια παρήγαγαν οι ίδιοι τη διαφοροποίησή τους ως προς τα μη-ανθρώπινα ζώα. Σε αντίθεση λ.χ. με τον μεταστρουκτουραλιστικό αντισπισισμό, ο ιστορικός υλισμός μπορεί όχι μόνο να περιγράψει τον δυϊσμό μεταξύ ανθρώπου και ζώου, αλλά και να τον εξηγήσει, καθώς και να προσδιορίσει την κοινωνική εργασία ως το στοιχείο, μέσω του οποίου αυτός ο δυϊσμός αναπαράγεται συνεχώς στην πράξη. Από αυτό προκύπτει ότι οι ιδεολογικές αντιλήψεις περί ζώων δεν είναι απλά φαντασιώσεις, αλλά είναι πράγματι αληθινές, εφόσον έχουν μια πραγματική υλική βάση. Η σπισιστική αντίληψη περί ζώων δεν είναι λοιπόν η βάση της εκμετάλλευσης των ζώων, αλλά μάλλον η ιδεολογική της αντανάκλαση. Ο Μάρκο Μαουρίτσι το έχει περιγράψει επιτυχώς: «Δεν εκμεταλλευόμαστε τα ζώα επειδή τα θεωρούμε κατώτερα, αλλά τα θεωρούμε κατώτερα επειδή τα εκμεταλλευόμαστε». Από αυτό προκύπτει επίσης ότι πρέπει να προσδιορίσουμε τις εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένες μορφές, μέσω των οποίων είναι οργανωμένη αυτή η σχέση. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι εν γένει η κοινωνική εργασία αυτή που προωθεί τη διαδικασία του πολιτισμού, αλλά μονάχα η κοινωνική εργασία μέσα σε ιστορικά συγκεκριμένες μορφές οργάνωσης.
X.
Οι τάξεις που ανταγωνίζονται η μια την άλλη δεν δημιουργήθηκαν μόνο από τις πολιτικό-οικονομικές σχέσεις της παρούσας καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά και από τις προϋπάρχουσες αυτής σχέσεις. Η πάλη μεταξύ τους, η οποία προκύπτει από τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους, αποτελεί μέχρι σήμερα τον κινητήριο μοχλό της ιστορικής εξέλιξης. Αντίστοιχα, αυτό διατυπώνεται και στο Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος: «Μέχρι τώρα, η ιστορία όλης της κοινωνίας είναι ιστορία ταξικών αγώνων».
Στη σύγχρονη αστική-καπιταλιστική ταξική κοινωνία η οργάνωση της κοινωνικής εργασίας βασίζεται κυρίως σε δύο κοινωνικές σχέσεις: στην οργάνωση της εργασίας με τους όρους της αγοράς – δηλαδή η εργασιακή δύναμη είναι εμπόρευμα – και στη σχέση μεταξύ των τάξεων: στην παραγωγική διαδικασία οι εργάτες και οι κεφαλαιοκράτες βρίσκονται αντιμέτωποι. Οι τελευταίοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής (ή αλλιώς το αναγκαίο κεφάλαιο για την απόκτησή τους), αγοράζουν έτσι μέσα εργασίας, αντικείμενα εργασίας και εργασιακή δύναμη (η οποία διατίθεται από μισθωτούς εργάτες που δεν έχουν τίποτα άλλο να πουλήσουν) και τα αξιοποιούν στην παραγωγική διαδικασία. Το προϊόν αποκτά πάλι τη μορφή του εμπορεύματος, το οποίο πωλείται με σκοπό το κέρδος. Ωστόσο, αυτό το κέρδος, η συσσώρευση του οποίου είναι ο λόγος και ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής, δεν είναι ουρανοκατέβατο. Μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της εκμετάλλευσης των εργατών: αυτοί εργάζονται πέρα από το χρονικό σημείο, στο οποίο έχουν παράξει αξία ίση με τον μισθό τους· παράγουν έτσι υπεραξία, η οποία δεν είναι στη δική τους διάθεση, αλλά στη διάθεση των κεφαλαιοκρατών. Οι κεφαλαιοκράτες, γράφει ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, αποτελούν μαζί με τους υπόλοιπους κεφαλαιοκράτες «αληθινή μασωνική αδελφότητα έναντι στο σύνολο της εργατικής τάξης».
Επομένως, αφού στην καπιταλιστική κοινωνία υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, δεν εκμεταλλεύεται όλο το ανθρώπινο είδος τα ζώα. Η εκμετάλλευση των ζώων και των μισθωτών εργατών συμβαίνει κατά κύριο λόγο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων και υπό την διεύθυνση της κυρίαρχης τάξης. Φυσικά, η εκμετάλλευση των ζώων διαφέρει ποιοτικά από την εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών, και οι τελευταίοι δεν δρουν κατ’ ανάγκη αλληλέγγυα προς τα ζώα, επειδή απλά υφίστανται κι αυτά καταπίεση και εκμετάλλευση. Οι εργάτες στα σφαγεία τα σκοτώνουν κιόλας. Όμως, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν βασίζονται μόνο στον ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαιοκρατών και εργατικής τάξης, αλλά και μεταξύ της κυρίαρχης τάξης και της φύσης, καθώς και των ζώων. Η πρώτη διευθύνει τη βιομηχανικά οργανωμένη εκμετάλλευση των ζώων και αποκομίζει ουσιαστικά κέρδη από αυτήν. «Η αντίληψη για τη φύση», γράφει σχετικά μ’ αυτό ο Μαρξ, «που διαμορφώθηκε κάτω από την κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας και του χρήματος, είναι η πραγματική περιφρόνηση, ο πρακτικός εξευτελισμός της φύσης». Αυτό προφανώς περιλαμβάνει και τα ζώα. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα για ποιο λόγο στον καπιταλισμό δεν υφίστανται εκμετάλλευση μόνο οι εργάτες, αλλά και τα ζώα – με συγκεκριμένους και ποιοτικά διαφορετικούς τρόπους από τους εργάτες – πρέπει να εξετάσουμε ποια θέση και ποια λειτουργία έχει ανατεθεί στα ζώα μέσα σε αυτή τη μορφή οργάνωσης της κοινωνικής εργασίας, και, κατ’ επέκταση, ποια είναι η συγκεκριμένη καπιταλιστική μορφή της εκμετάλλευσης των ζώων.
XI.
Τα ζώα δεν παίρνουν άμεσα μέρος ως ενεργά άτομα στις κοινωνικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό – δεν αγοράζουν ούτε πωλούν κάτι στην αγορά, ούτε καν την εργασιακή τους δύναμη: όταν σπαταλούν εργασία κατά την παραγωγική διαδικασία, δεν λαμβάνουν κάποιο μισθό ως αντάλλαγμα. Αντίστοιχα, τα ζώα δεν παράγουν υπεραξία και δεν είναι μέρος της εργατικής τάξης. Η εκμετάλλευσή τους ανταποκρίνεται σε αυτό που χαρακτηρίζει ο Μαρξ ως εκμετάλλευση της φύσης: χάρη στη δύναμη των αστικών δικαιωμάτων περί ιδιοκτησίας και την οικονομική ισχύ που διαθέτουν, οι κεφαλαιοκράτες βγάζουν κέρδος από την καταστροφική μεταχείριση των ζώων και της φύσης. Αυτό δεν αποτελεί εκμετάλλευση με την έννοια της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν περιορίζει τον ορισμό της εκμετάλλευσης μόνο στην παραγωγή της υπεραξίας. Και σίγουρα δεν συμπεραίνει ότι, επειδή οι σκλάβοι δεν παράγουν υπεραξία, δεν υφίστανται και εκμετάλλευση.
Από τη στιγμή που δεν μπορούν να αντισταθούν με οργανωμένο τρόπο, τα ζώα γίνονται αντικείμενο ιδιοποίησης, όπως οι υπόλοιπες φυσικές ύλες ως ελεύθερα διαθέσιμα μέσα παραγωγής, δηλαδή ως μέσα εργασίας (σαν να ήταν μηχανές παραγωγής αυγών, γάλακτος, κρέατος, κ.ο.κ.) και ως αντικείμενα εργασίας (δέρμα, κρέας και μεταποίηση, κ.ο.κ.). Οι μισθωτοί εργάτες ολοκληρώνουν στην πράξη αυτή την εν μέρει ανοιχτά βίαιη ιδιοποίηση. Υπό τις διαταγές του κεφαλαίου προβαίνουν στην παραγωγή της υπεραξίας, η οποία στα πλαίσια της βιομηχανικής εκμετάλλευσης ζώων εμπεριέχει τη θανάτωση και το άρμεγμα, καθώς και τη διεξαγωγή ζωοτομιών και άλλων παρόμοιων πρακτικών. Τα προϊόντα, που παράγονται από τα ζώα ή είναι τα ίδια τα ζώα, υφίστανται περαιτέρω επεξεργασία από μισθωτούς εργάτες, και τελικά πωλούνται ως εμπορεύματα. Αντίστοιχα, η παραγωγή κέρδους δεν βασίζεται μόνο στην εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών, αλλά και σε αυτή των ζώων ειδικότερα και της φύσης γενικότερα. Έχοντας σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών που αποκομίζουν από την εκμετάλλευση των ζώων, οι κεφαλαιοκράτες επιδιώκουν την ενσωμάτωση των ζώων όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Αποτελεσματικά σημαίνει επίσης: μέσω αφαίρεσης των χαρακτηριστικών τους, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ικανότητά τους να νιώθουν πόνο.
XII.
Από όλα τα παραπάνω εμείς καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως μόνο ένας αντισπισισμός βασισμένος στον ιστορικό υλισμό είναι δυνατόν να εξηγήσει πραγματικά και να αναλύσει πλήρως την σχέση μεταξύ ανθρώπου-ζώου, η οποία, εάν παρατηρήσουμε προσεκτικότερα, αποτελεί σήμερα μια σχέση εκμετάλλευσης και κυριαρχίας ανάμεσα στο κεφάλαιο από τη μια πλευρά, και το προλεταριάτο, τα ζώα και τη φύση από την άλλη. Ο αντισπισισμός που βασίζεται στον ιστορικό υλισμό δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανάλυση και κριτική της αστικής ταξικής κοινωνίας, και καταδεικνύει τα κομβικά σημεία, στα οποία αυτή είναι τρωτή και τα οποία πρέπει να αξιοποιηθούν προκειμένου να απελευθερωθούν τα ζώα από την εκμετάλλευση.
Από την κριτική της πολιτικής οικονομίας δεν προκύπτει, όμως, ότι τα ζώα θα απελευθερωθούν αυτόματα μέσα σε μια σοσιαλιστική ή κομμουνιστική κοινωνία. Παρόλ’ αυτά, ο αγώνας ενάντια στην κυριαρχία του κεφαλαίου και για την απαλλοτρίωσή του είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να μπορέσουν οι άνθρωποι να πάρουν συλλογικά την πολιτική απόφαση και να δηλώσουν: εμείς θα ελευθερώσουμε τα ζώα!
Όσο παραμένουν οι καπιταλιστικές σχέσεις και, μαζί με αυτές, ο έλεγχος της κυρίαρχης τάξης επί του τι, πώς και με ποια μέσα παράγεται, το κεφάλαιο θα καταχράται τη φύση και θα ενσωματώνει τα πάντα στην εκμεταλλευτική του διαδικασία, από την οποία κανείς δεν μπορεί να σωθεί και στην οποία κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί.
ΓΙΑΤΙ Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΠΙΣΙΣΤΙΚΟΣ
XIII.
Πολλά από αυτά που έχουμε πει μέχρι στιγμής είναι γνωστά στους μαρξιστές. Σε τελική ανάλυση ο ιστορικός υλισμός και η μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας αποτελούν τις θεμέλιες λίθους τους, τον γνώμονα των οικονομικών και πολιτικών τους αναλύσεων. Θα μπορούσαν συνεπώς ως απάντηση να ανασηκώσουν τους ώμους τους και να πουν στους αγωνιστές για την απελευθέρωση των ζώων: σωστές οι παρατηρήσεις σας, σταματήστε λοιπόν την ηθικολογία και ξεκινήστε τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό μαζί μας. Και θα είχαν καλούς λόγους για να το πουν αυτό!
Όμως, εμείς πιστεύουμε ότι εάν κάποιος παίρνει τον ιστορικό υλισμό στα σοβαρά, τότε πρέπει να αναγνωρίσει πως ο άνθρωπος και τα ζώα δεν έχουν μονάχα κοινή ιστορία. Οι καταπιεσμένες, εκμεταλλευόμενες τάξεις και τα ζώα έχουν προπάντων έναν κοινό εχθρό, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκμετάλλευσή τους, επωφελείται από αυτές και οργανώνει – με διάφορους τρόπους – την καταπίεσή τους. Πέραν αυτού, οι μαρξιστές πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι η σημερινή έκταση της βιομηχανίας εκμετάλλευσης ζώων είναι αντικειμενικά παράλογη και εμποδίζει την κοινωνική πρόοδο εξαιτίας των βλαβερών κοινωνικών και οικολογικών επιπτώσεών της.
XIV.
Ο σημερινός βαθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μας επιτρέπει όχι μόνο να εξετάσουμε το ενδεχόμενο της εξάλειψης του κοινωνικά παραγόμενου πόνου των ζώων, αλλά και να θέσουμε το ερώτημα της συμπερίληψής τους στον αγώνα για την απελευθέρωση. Μια ματιά στο αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα της βιομηχανίας κρέατος ή στην εξωφρενική κατασπατάληση φυσικών πόρων από αυτή μας δείχνει επίσης πως πρέπει επειγόντως να διαμορφώσουμε μια μαρξιστική θέση περί της κοινωνικής μας σχέσης με τα ζώα. Η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και φύσης έχει φτάσει σήμερα σε τέτοιο βαθμό, που απειλεί τη μελλοντική ύπαρξη του ανθρώπινου είδους εν γένει – και η βιομηχανία εκμετάλλευσης ζώων έχει ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης σε αυτό.
Σήμερα, η εκμετάλλευση των ζώων είναι αντικειμενικά όχι μόνο περιττή, αλλά και παράλογη και ενάντια στην πρόοδο. Οδηγεί σε μαζική και ολοένα αυξανόμενη κατανάλωση πόρων όπως το νερό ή η σόγια, οι οποίοι δεν χρησιμοποιούνται για ουσιαστικούς σκοπούς, αλλά αντίθετα αξιοποιούνται στην παραγωγή κρέατος, γάλακτος και αυγών, και τα οποία επιπροσθέτως δεν κατανέμονται με λογικό τρόπο. Σήμερα, οι αρνητικές οικολογικές επιπτώσεις της αποψίλωσης των τροπικών δασών, των μονοκαλλιεργειών ή της ρύπανσης των υδάτων είναι ήδη εν μέρει ανεπανόρθωτες. Συνεπώς, όποιος πιστεύει ότι μπορεί να αγνοεί τη βιομηχανία παραγωγής κρέατος ή ότι μπορεί να την κάνει να λειτουργήσει με σοσιαλιστικούς όρους, συντάσσεται με την αφελή και εξιδανικευμένη εικόνα της βιομηχανικής παραγωγής τροφίμων, που του παρουσιάζεται από τα λόμπι του κεφαλαίου. Η αναδιοργάνωση της βιομηχανίας τροφίμων και κρέατος προς μια οικολογική, αειφορική, χορτοφαγική και κοινωνικά σχεδιασμένη παραγωγή θα ήταν απεναντίας ένα σύγχρονο σοσιαλιστικό αίτημα.
Είναι γνωστό ότι η χρήση και η κατανάλωση ζώων αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτό, ωστόσο, δε δικαιολογεί τη συνέχισή του μέχρι σήμερα: οι τρέχουσες παραγωγικές δυνάμεις μας επιτρέπουν όχι μόνο να δείξουμε συμπόνια για τα βάσανα των ζώων, αλλά καθιστούν επίσης εφικτή και αναγκαία την αναδιοργάνωση των παραγωγικών σχέσεων. Και, όπως προσπαθούν να δείξουν οι θέσεις αυτής της μπροσούρας, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τους μαρξιστές ώστε να μην το πράξουν αυτό.
Το γεγονός ότι οι τεχνολογικές δυνατότητες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού επιτρέπουν την ιστορική πρόοδο δεν πρέπει να αποκρύπτει το γεγονός ότι αυτές οι δυνατότητες σημαίνουν επίσης και εκτεταμένη καταστροφή: ενέχουν τη δυνατότητα για απελευθέρωση και συγχρόνως για απόλυτη αντικειμενοποίηση, περιφρόνηση και εξόντωση της ζωής. Εάν θέλουμε οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις να πάψουν να είναι καταστροφικές δυνάμεις και να γίνουν μέσα επίτευξης προόδου και ευτυχίας, πρέπει να ενωθούν όσοι έχουν κοινό συμφέρον από αυτό. Πρέπει να αλλάξουν τις κοινωνικές σχέσεις, ώστε οι παραγωγικές δυνάμεις να μη χρησιμοποιούνται πλέον για τα κέρδη των λίγων, αλλά αντιθέτως να αναπτύσσονται και να αξιοποιούνται για το συμφέρον όλων. Γι’ αυτό εμείς πιστεύουμε ότι: οι μαρξιστές και οι αγωνιστές για την απελευθέρωση των ζώων πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους στον αγώνα για ένα επαναστατικό, αληθινά εκπολιτιστικό εγχείρημα – την απελευθέρωση των ανθρώπων, των ζώων και της φύσης.
XV.
Σε αντίθεση με τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις περί ιστορίας, οι ιστορικοί υλιστές θεωρούν ότι η κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης ιστορίας είναι η ταξική πάλη και όχι οι ιδέες. Αυτή η πάλη βασίζεται στο γεγονός, ότι στις ταξικές κοινωνίες τα συμφέροντα των αντίπαλων ανταγωνιστικών τάξεων δεν μπορούν ποτέ να συμφιλιωθούν – ο ανταγωνισμός μπορεί μονάχα να συγκαλυφθεί ή να αποκρυφθεί με τη βοήθεια ιδεολογικών μηχανισμών, της θρησκείας, της πολιτικής, του νόμου κτλ. Γι’ αυτό η κυρίαρχη τάξη προσπαθεί πάντα να φροντίζει ώστε μέσω αυτών να επιβάλλονται οι ιδέες της ως κυρίαρχες.
Όπως υπάρχουν ποιοτικές διαφορές μεταξύ της θέσης των ζώων και των μισθωτών εργατών στη διαδικασία παραγωγής και στην διαδικασία εκμετάλλευσης, υπάρχουν και στον ρόλο που έχουν τα ζώα στον αγώνα ενάντια στην κυρίαρχη τάξη σε σχέση με τον ρόλο των μισθωτών εργατών. Οι μισθωτοί εργάτες μπορούν να αντισταθούν μέσω της οργάνωσης, να προγραμματίσουν απεργίες και διαδηλώσεις ή να οραματιστούν μια απελευθερωμένη κοινωνία. Προπάντων, όμως, μπορούν, σε αντίθεση με τα ζώα, να αναλύσουν τις κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες υφίστανται εκμετάλλευση και εξουσιάζονται, και κατά συνέπεια να σχεδιάσουν συγκεκριμένα βήματα προς την οργάνωση της ίδιας τους της απελευθέρωσης. Γι’ αυτόν τον λόγο η εργατική τάξη μπορεί να είναι υποκείμενο της ίδιας της απελευθέρωσής της. Τα ζώα, απεναντίας, μπορούν να είναι μόνο αντικείμενο της απελευθέρωσης.
Οι παραδοσιακοί μαρξιστές φέρνουν ως επιχείρημα αυτή τη διαφορά μεταξύ των μισθωτών εργατών και των ζώων, όταν έρχονται αντιμέτωποι με το ζήτημα της απελευθέρωσης των ζώων. Υποστηρίζουν ότι δεν συνάγεται κάποια ιστορική αναγκαιότητα για την απελευθέρωση των ζώων από μια συστηματική κοινωνική ανάλυση. Έχουν δίκιο: η απελευθέρωση των ζώων είναι ουσιαστικά ένα πολιτικό-οικονομικό ζήτημα, σε ό,τι έχει να κάνει με την εφαρμογή της – η αναγκαιότητά της δεν μπορεί να συναχθεί άμεσα από την ανάλυση του κεφαλαίου. Κι όμως, σε αυτό το σημείο δεν υπάρχει σημαντική διαφορά ως προς το ζήτημα της κατάργησης της μισθωτής σκλαβιάς. Διότι από την ανάλυση των καπιταλιστικών σχέσεων και τη διαπίστωση ότι η ταξική πάλη είναι η κινητήριος δύναμη της ιστορίας, δεν μπορεί να συναχθεί αντίστοιχα ότι η οργανωμένη ταξική πάλη από τα κάτω αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα. Η πάλη αυτή υπάρχει μόνο όταν οι μισθωτοί εργάτες πάρουν την πολιτική απόφαση να τη διεξάγουν.
Οι επαναστάτες μαρξιστές δεν αναλύουν μόνο τους σύγχρονους τρόπους παραγωγής. Βασισμένοι στην εμπειρία τους, στα βάσανά τους, στη συνείδηση που έχουν περί καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και στην γνώση ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής «εξαναγκάζει ανελέητα την ανθρωπότητα […] να δημιουργήσει τέτοιους υλικούς όρους της παραγωγής, που μόνον αυτοί μπορούν να αποτελέσουν την πραγματική βάση μιας ανώτερης κοινωνικής μορφής, που θεμελιακή της αρχή είναι η πλέρια κι ελεύθερη ανάπτυξη του κάθε ατόμου», όπως γράφει ο Μαρξ, παίρνουν την πολιτική απόφαση να αγωνιστούν για την απελευθέρωσή τους από την υποδούλωση στο κεφάλαιο.
Όταν κανείς αποδεχτεί πως η απελευθέρωση (γενικώς) είναι αναγκαία, προκειμένου να μπει ένα τέλος στον κοινωνικά παραγόμενο πόνο και την εκμετάλλευση, τότε δεν έχει κανένα λόγο να αποκλείσει τα ζώα από αυτή την υπόθεση – μόνο ιδεολογικούς. Η ανάλυση των καπιταλιστικών σχέσεων ως κεντρικών σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας στη σημερινή κοινωνία δείχνει ότι η δημιουργία καπιταλιστικών κερδών δε βασίζεται αποκλειστικά στην εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών, αλλά και στην εκμετάλλευση των ζώων (και της φύσης εν γένει). Η καπιταλιστική παραγωγή, κατά την οποία η αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνίας και φύσης οργανώνεται σύμφωνα με τη μεγιστοποίηση του κέρδους, υπονομεύει ταυτόχρονα τις πρωταρχικές πηγές κάθε πλούτου: «τη γη και τον εργάτη» (Μαρξ). Ως εκ τούτου, ο συνεπής αγώνας για την κατάργηση αυτής της σχέσης πρέπει να περιλαμβάνει και τον αγώνα για την απελευθέρωση των ζώων και της φύσης.
XVI.
Εφόσον λοιπόν έχει παρθεί η απόφαση να αγωνιστεί κανείς για την απελευθέρωση, δεν υπάρχει κανένας πραγματικός λόγος ώστε από τη μια να κάνει τα πάντα προκειμένου να μπει ένα τέλος στον κοινωνικά παραγόμενο πόνο, ενώ από την άλλη να εξαιρεί τα ζώα από αυτόν τον σκοπό (κατά την άποψη μερικών μαρξιστών αυτό θα συνέβαινε ακόμα και στον κομμουνισμό). Παρ’ όλες, όμως, τις ποιοτικές διαφορές μεταξύ της εκμετάλλευσης των μισθωτών εργατών και των ζώων ισχύει ότι η ικανότητα να υποφέρουν είναι κοινή ιδιότητα των ανθρώπων και των ζώων – μολονότι αυτή παίρνει συνεχώς διαφορετικές μορφές. Θα ήταν ασυνεπές και προϊόν ψευδούς συνείδησης το να τραβήξει κανείς μια απόλυτη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ανθρώπων και των ζώων με βάση αυτή την ιδιότητα, η οποία έχει παραμείνει κοινή παρ’ όλες τις βαθμιαίες διαφορές που έχουν προκύψει ιστορικό-κοινωνικά.
Σε αυτό το σημείο πολλοί μαρξιστές σύντροφοι φέρνουν αντίρρηση, λέγοντας πως όλη αυτή η ρητορική περί πόνου είναι ηθικιστική, και πως η ηθική δεν μπορεί να αποτελέσει την βάση της αντικαπιταλιστικής πολιτικής με ταξική συνείδηση. Στην τελική, δεν μπορεί κανείς να αντιπαλέψει την αστική τάξη με ενσυναίσθηση ή με επικλήσεις συμπόνιας, αλλά με οργάνωση και με συνειδητή πολιτική γραμμή, την οποία θα έχει διαμορφώσει έχοντας ως βάση μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Και αυτό είναι ορθό, ωστόσο υποπίπτουν εδώ σε δύο σφάλματα: παραγνωρίζουν την σημασία που έχει ο πόνος για τον ιστορικό υλισμό και συγχέουν την ειλικρινή ύπαρξη ηθικής με τον αστικό ηθικισμό.
Ο πόνος στον οποίο αναφερόμαστε εδώ δεν αποτελεί ιδεαλιστική κατηγορία, αλλά κατηγορία του ιστορικού υλισμού. Δεν είναι το είδος του πόνου που σχετίζεται με τον ερωτικό καημό ή τον πονόδοντο, αλλά είναι πόνος ο οποίος εδράζεται αναπόφευκτα στην οργάνωση της κοινωνίας, στις παραγωγικές της σχέσεις, και, ως εκ τούτου, μπορεί και πρέπει να απαλυνθεί, και δυνητικά να καταργηθεί. Η βούληση του να γίνει ακριβώς αυτό αποτελεί ουσιώδη κινητήρια δύναμη ταξικής πάλης και αλληλεγγύης – ανήκει στον πυρήνα του ιστορικού υλισμού. Αδιαφορία για την οδύνη στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας σημαίνει αντίστοιχα και άρνηση ενός σημαντικού μέρους των θεμελίων της.
Ακόμα και για την πολιτική σύμφωνα με την καλύτερη μαρξική έννοια, το κίνητρο είναι κατ’ αρχάς ηθικό. Καθώς, όπως έχουμε εξηγήσει, τα βάσανα από την (μισθωτή) σκλαβιά και εκμετάλλευση αποτελούν ένα ισχυρό κίνητρο για την αναζήτηση πιθανοτήτων κατάργησης του καπιταλισμού. Η διαπίστωση πως ο καπιταλισμός παράγει την εκμετάλλευση, την καταπίεση, τον ιμπεριαλισμό και όλα τα σχετικά λόγω εσωτερικών αναγκών του, ή αλλιώς, ότι αυτός παράγει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υποφέρουμε, οδηγεί τους μαρξιστές στην ανάλυση και στην κριτική της κοινωνίας και, βάσει αυτής, στην επαναστατική πολιτική.
Μπορούμε λοιπόν να καταδείξουμε ότι και οι μαρξιστές παρακινούνται από μια ηθική παρόρμηση, η οποία είναι απαραίτητη για την απόφαση να δράσουν πολιτικά καθώς και να προπαγανδίσουν τα πολιτικά τους μηνύματα. Όμως δεν μένουν σε αυτό. Συνειδητοποιούν τα πολιτικά και οικονομικά όρια της συμπόνιας και αξιοποιούν την εμπειρία του πόνου ως αφετηρία για μια ανάλυση της κοινωνίας με βάση τον ιστορικό υλισμό. Από εκεί απορρέει η πολιτική αναγκαιότητα για κοινή οργάνωση όχι αποκλειστικά λόγω της συλλογικής εμπειρίας του πόνου των εκμεταλλευομένων, αλλά και λόγω της κατανόησης της αντικειμενικής θέσης των μισθωτών εργατών στην κοινωνική διαστρωμάτωση – και των δυνατοτήτων διεξαγωγής ταξικών αγώνων από τα κάτω που εμφανίζονται λόγω αυτής.
Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ ηθικής και ηθικισμού: η επαναστατική ηθική αντιλαμβάνεται ότι «μια πραγματική ανθρώπινη ηθική πάνω από τις ταξικές αντιθέσεις και πάνω από τις ταξικές επιβιώσεις στη μνήμη των ανθρώπων, μπορεί μόνο να υπάρχει σε μια κοινωνική βαθμίδα, στην οποία οι ταξικές αντιθέσεις θα έχουν όχι μόνο ξεπεραστεί, αλλά θα έχουν ξεχαστεί στην πράξη της ζωής» (Ένγκελς).
XVII.
Όσο δεν ανατρέπεται ο ταξικός ανταγωνισμός, τόσο θα συνεχίσει να υπάρχει και η αλλοτρίωση των εργατών από τα προϊόντα της εργασίας τους, από τους ίδιους τους εαυτούς τους, από το κοινωνικό παραγωγικό προτσές και από την φύση. Στη βιομηχανία εκμετάλλευσης ζώων αυτή η αλλοτρίωση πρέπει να υπάρχει σε ακραίο βαθμό, προκειμένου οι μισθωτοί εργάτες να μπορούν να βλάψουν κατά την παραγωγική διαδικασία άλλα έμβια όντα ικανά να νιώσουν πόνο, να τα επεξεργαστούν βιομηχανικά, δηλαδή να τα θανατώσουν. Με την καπιταλιστική εκμετάλλευση των ζώων επέρχεται η απώλεια της συνείδησης, πως μοιραζόμαστε στοιχειώδη κοινά χαρακτηριστικά με τα ζώα, πως κι εμείς έχουμε ένα σώμα που μπορεί να υποφέρει, πως τελικά κι ο άνθρωπος είναι κι αυτός ένα ζώο. Η καταπίεση της εσωτερικής φύσης των ανθρώπων είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση και συνέπεια του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνικής εργασίας.
XVIII.
Όταν τα λάβουμε όλα αυτά υπόψη μας, τότε πρέπει επίσης να συμπεράνουμε ότι ακριβώς εκείνη η αγανάκτηση, που νιώθουμε μπροστά στη θέα της βιαιότητας του καπιταλισμού και η οποία μας οδηγεί στη μαρξιστική ανάλυση της κοινωνίας και στην αντίσταση, είναι ίδια με αυτήν που νιώθουν και οι αγωνιστές για την απελευθέρωση των ζώων μπροστά στη θέα των δεινών των ζώων. Ο εχθρός των ζώων – το κεφάλαιο – είναι επίσης και ο εχθρός των ανθρώπων. Αν κανείς είναι μαρξιστής, αν κανείς είναι αντικαπιταλιστής, τότε οφείλει να μετατρέψει αυτή την παρόρμηση αλληλεγγύης σε καύσιμο για τη ζωή του, οφείλει να κατανοήσει και να αναγνωρίσει την αντικειμενική θέση των ζώων στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, δηλαδή ότι ανήκουν σε εκείνα τα καταπιεσμένα όντα εις βάρος των οποίων η κυρίαρχη τάξη συσσωρεύει τα πλούτη της. Η ταξική πάλη για την απελευθέρωση των ζώων είναι πάλη για την απελευθέρωση του προλεταριάτου.